ὀβελός
1ὀβελός — spit masc nom sg …
2οβελός — ο (ΑΜ ὀβελός, Α δωρ. τ. ὀβελός, θεσσ. τ. ὀβελλός) 1. σιδερένια ή ξύλινη λεπτή, αιχμηρή και επιμήκης ράβδος πάνω στην οποία ψήνονται, αφού διαπεραστούν, τεμάχια κρέατος ή και ολόκληρα σφάγια, η σούβλα 2. μικρή οριζόντια γραμμή ( ) ή βέλος με το… …
3οβελός — ο 1. ξύλινη ή σιδερένια σούβλα. 2. μεταλλική βέργα για τον καθαρισμό του τουφεκιού. 3. (γραμμ.) οριζόντια μικρή γραμμή που σημειώνεται στο περιθώριο και δείχνει τη νοθεία κειμένου ή τμήματός του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ὀβελοῖς — ὀβελός spit masc dat pl …
5ὀβελοῖσι — ὀβελός spit masc dat pl (epic ionic aeolic) …
6ὀβελοῖσιν — ὀβελός spit masc dat pl (epic ionic aeolic) …
7ὀβελοί — ὀβελός spit masc nom/voc pl …
8ὀβελοῦ — ὀβελός spit masc gen sg …
9ὀβελούς — ὀβελός spit masc acc pl …
10ὀβελῶν — ὀβελός spit masc gen pl …