ἷξον
1ἰξόν — ἰξός oak mistletoe masc acc sg …
2ἵξον — ἵκω come aor ind act 3rd pl (homeric ionic) ἵκω come aor ind act 1st sg (homeric ionic) ἵζω si sd o aor imperat act 2nd sg (doric) …
3ἷξον — ἷ̱ξον , ἵκω come aor ind act 3rd pl ἷ̱ξον , ἵκω come aor ind act 1st sg ἵκω come fut part act masc voc sg ἵκω come fut part act neut nom/voc/acc sg …
4ἄιξον — ἀίσσω shoot aor imperat act 2nd sg ἄϊ̱ξον , ἀίσσω shoot aor imperat act 2nd sg (epic ionic) ἄ̱ιξον , ἀίσσω shoot futperf ind act masc voc sg (epic doric ionic aeolic) ἄ̱ιξον , ἀίσσω shoot futperf ind act neut nom/voc/acc sg (epic doric ionic… …
5ἐπάιξον — ἐπά̱ιξον , ἐπαίσσω rush at futperf ind act masc voc sg (epic doric ionic aeolic) ἐπά̱ιξον , ἐπαίσσω rush at futperf ind act neut nom/voc/acc sg (epic doric ionic aeolic) …
6ιξός — και οξός, ο (ΑΜ ἰξός) 1. το παρασιτικό φυτό viscum album που ζει πάνω στη βαλανιδιά και σε άλλα δέντρα, κν. γκυ 2. κολλώδης ουσία που λαμβάνεται από το φυτό αυτό και χρησιμοποιείται για την κατασκευή ιξοβεργών («θήρας ὄργανον φέρουσα τὸν ἰξόν»,… …
7παράταση — η / παράτασις, άσεως, ή, ΝΜΑ [παρατείνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρατείνω 2. χρονική επιμήκυνση, συνέχιση, εξακολούθηση (α. «παράταση τής ασθένειας» β. «εἰς μὲν παράτασιν σκαπτέτω τὰς ἀμπέλους, εἰς δὲ συντελείωσιν σκαψάτω τὰς… …
8ВВЕДЕНИЕ ВО ХРАМ ПРЕСВЯТОЙ БОГОРОДИЦЫ — [греч. Εἴσοδος τῆς ῾Υπεραγίας Θεοτόκου ἐν τῷ Ναῷ; лат. Praesentatio S. Mariae in templo], один из великих церковных праздников, установленный в честь события приведения Пресв. Богородицы Ее родителями в иерусалимский храм для посвящения Богу.… …