ἶρος
1ιρός — ἱρός, ή, όν (Α) ιων. και επικ. τ. τού ιερός* …
2Ίρος — (I) Ἶρος, ὁ (Α) 1. ο Ιθακήσιος επαίτης Αρναίος, που ονομάστηκε έτσι από τους μνηστήρες ως αγγελιαφόρος 2. (ως προσηγορικό) επαίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἶρις, όνομα τής αγγελιαφόρου τών θεών] …
3ίρος — (II) ἶρος (Α) αιολ. τ. τού ιερός* …
4ἱρός — ἱερός filled with masc nom sg (epic ionic) ἱρός filled with masc nom sg …
5Ἶρος — Ἶ̱ρος , Ἶρος an Irus masc nom sg …
6ἱρ' — ἱρά , ἱερός filled with neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἱρά̱ , ἱερός filled with fem nom/voc/acc dual (epic ionic) ἱρά̱ , ἱερός filled with fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) ἱρέ , ἱερός filled with masc voc sg (epic ionic) ἱραί ,… …
7ἵρ' — ἱρά , ἱερός filled with neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἱρά̱ , ἱερός filled with fem nom/voc/acc dual (epic ionic) ἱρά̱ , ἱερός filled with fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) ἱρέ , ἱερός filled with masc voc sg (epic ionic) ἱραί ,… …
8άιρος — ἄιρος, ο (Α) (στον Όμηρο και μόνο στη φρ.) Ἶρος ἄιρος ο δυστυχισμένος, ο άμοιρος Ίρος. Με τη λ. ἄιρος γίνεται λογοπαίγνιο στο κύρ. όνομα «Ἶρος» (πρβλ. και δῶρα ἄδωρα, Δύσπαρις, Κακοΐλιος) …
9ιερός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ ἱερός, ά, όν και ἱερός, όν, Α ιων. και ποιητ. τ. ἱρός, ή, όν, δωρ. τ. ἱαρός, αιολ. τ. ἶρος και ἴαρος) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό ή στη λατρεία του και γενικά στη θρησκεία, άγιος, όσιος (α. «ιερό ευαγγέλιο» β.… …
10ἱρά — ἱερός filled with neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἱρά̱ , ἱερός filled with fem nom/voc/acc dual (epic ionic) ἱρά̱ , ἱερός filled with fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) ἱρός filled with neut nom/voc/acc pl ἱρά̱ , ἱρός filled with fem …