ἶκανός

  • 91DIONYSIUS — I. DIONYSIUS Corinth. terram versu descripsit. An. fil. Diogenis? II. DIONYSIUS Corinthior. Praesul sub M. et L. Antoninis, vit doctrinâ et sanctitate clarus, scripsit epistolas quasdam valde laudatas. Hieron. Pinyt. graviter monuit, ne grave… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 92INTRODUCTORES — Graece Ε᾿ισαγωγεῖς dicebantur olim in Sacris Agonibus, per quos in Stadium Athletae introducebantur; memorati Platoni de LL. l. 6. λ῾κανὸς δὲ εἰς ἄρχων αὐτοῖς μὴ ἔλαττον τριάκοντα γεγονὼς ἐτῶν, ἱκανὸς δὲ καὶ περὶ μονῳδίαν εἷς μὴ ἔλαττον ἥ… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 93Ντακότα — Φυλή Ινδιάνων των μεγάλων λειμώνων (prairies) που ήταν άλλοτε εγκαταστημένοι στη μεταξύ του Ερυθρού Ποταμού (Red River) και Μισισιπή (ΗΠΑ). Στην περιοχή αυτή ζούσαν σε νομαδική κατάσταση και τρέφονταν από το κυνήγι, τη συλλογή καρπών και μια… …

    Dictionary of Greek

  • 94Πυθαγόρας — I Έλληνας φιλόσοφος και μαθηματικός (Σάμος 585 – 565 π.Χ. – ; Μεταπόντιον 500; π.X.). Αναγκάστηκε να φύγει από την πατρίδα του εξαιτίας ίσως της τυραννίας του Πολυκράτη, και πήγε στη Μεγάλη Ελλάδα και στον Κρότωνα όπου, κατά το 530, ίδρυσε τη… …

    Dictionary of Greek

  • 95Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …

    Dictionary of Greek

  • 96άδεκτος — και άδεχτος η, ο (Α ἄδεκτος, ον) [δέχομαι] αυτός που δεν γίνεται ή δεν έγινε δεκτός αρχ. ο μη ικανός να δεχτεί ή να αποκτήσει κάτι, ο ανεπίδεκτος …

    Dictionary of Greek

  • 97άδην — ἅδην και ἄδην επίρρ. (Α) 1. μέχρι κορεσμού, μέχρι αηδίας 2. ασταμάτητα, ατελείωτα 3. ἅλις* 4. φρ. «ἅδην έχω τινός», είμαι χορτασμένος, «μπουχτισμένος» από κάτι, τό έχω βαρεθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἅδην ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *sᾱ / sə «κόρος, κορεννύω,… …

    Dictionary of Greek

  • 98άξιος — Ποταμός τηςΜακεδονίας με συνολικό μήκος 410 χλμ., από τα οποία τα 80 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος, και λεκάνη απορροής 22.250 τ. χλμ., από τα οποία 2.300 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος. Πηγάζει από το όρος Σκάρδος, στα Α των συνόρων Αλβανίας και… …

    Dictionary of Greek

  • 99έκφευκτος — ἔκφευκτος, ον (Α) ο επιτήδειος στη διαφυγή, ο ικανός να ξεφεύγει …

    Dictionary of Greek

  • 100έμπαιος — (I) ἔμπαιος, ον (Α) 1. έμπειρος, ικανός 2. γνώστης, ειδήμονας. (II) ἔμπαιος, ον (Α) αυτός που επιτίθεται αιφνίδια …

    Dictionary of Greek