ἶκανός

  • 61ευχερής — ές (ΑΜ εὐχερής, ές) αυτός τον οποίο εύκολα χειρίζεται κάποιος, αυτός που γίνεται ή πραγματοποιείται εύκολα, ο εύκολος, ο άκοπος μσν. ικανός σε κάτι αρχ. 1. (για πρόσ. και ζώα) α) ενδοτικός, υποχωρητικός, εύκολος, βολικός β) επιδέξιος, επιτήδειος …

    Dictionary of Greek

  • 62εύφορος — η, ο (ΑΜ εὔφορος, ον) παραγωγικός, γόνιμος, καρποφόρος, πολύκαρπος («εἰ τὸν ἀγρὸν ἔμελλες ἐγκωμιάζων εὔφορον ποιεῑν», Πλούτ.) μσν. αρχ. 1. (για άνεμο) ευνοϊκός 2. αυτός τον οποίο υπομένει κάποιος εύκολα, ο υποφερτός («ἔσχεν Θεαῑος εὐφόρων λάθαν… …

    Dictionary of Greek

  • 63ικανόπλοος — ἱκανόπλοος, ον (ΑΜ, Α και ἱκανόπλοιος) ικανός να πλέει, έμπειρος θαλασσινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκανός + πλοος (ασυναίρ. τού πλους) ή πλοιος (< πλους), πρβλ. ειθύ πλοος, θαλασσό πλοος)] …

    Dictionary of Greek

  • 64κρατητικός — κρατητικός, ή, όν (Α) [κρατώ] 1. ο ικανός να εξουσιάζει, να διοικεί, να κυριαρχεί 2. ο ικανός να επικρατεί, να νικά («νίκη δύναμις κρατητικὴ περὶ ἀγωνίαν», Πλάτ.) 3. ιατρ. αυτός που συντελεί σε παρεμπόδιση, αναχαιτιστικός, συγκρατητικός… …

    Dictionary of Greek

  • 65κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… …

    Dictionary of Greek

  • 66λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ …

    Dictionary of Greek

  • 67λυτικός — ή, ό (Α λυτικός, ή, όν) [λύτης] το αρσ. ως ουσ. ο λυτικός γραμματικός τής αλεξανδρινής εποχής ο οποίος ασχολούνταν με τη λύση δύσκολων ζητημάτων νεοελλ. 1. ικανός να εξηγεί προβλήματα 2. φρ. «λυτικές ουσίες» ουσίες η χορήγηση τών οποίων καταργεί… …

    Dictionary of Greek

  • 68λύσιμος — λύσιμος, ον (Α) [λύω] 1. ικανός να λύνει 2. ικανός να ανακουφίζει 3. αυτός που μπορεί να τόν εξαγοράσει κάποιος 4. (για συλλογισμό) αυτός που μπορεί να ανασκευαστεί, να ανατραπεί 5. αυτός που χρειάζεται ερμηνεία («διὰ τὰ λύσιμα τῶν νόμων… …

    Dictionary of Greek

  • 69μάχιμος — η, ο (ΑM μάχιμος, ον και μάχιμος, η, ον) 1. ικανός, επιτήδειος για μάχη, πολεμικός, αξιόμαχος («αἱ μάχιμοι μυριάδες», Ηρόδ.) 2. πολίτης ικανός για πόλεμο, οπλίτης, στρατιώτης νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει σε στρατιωτικό σώμα ή σε στρατιωτική δύναμη …

    Dictionary of Greek

  • 70μετρητικός — ή, ό (Α μετρητικός, ή, όν) [μετρητής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μέτρηση ή που είναι αρμόδιος για μέτρηση ή που είναι ικανός στη μέτρηση («ἐπειδή μέτρον καὶ μετρητικἠ καὶ μετρητικὸς τὸ μεῑζον καὶ τὸ ἔλαττον διακρίνει», Πλάτ.) 2. το θηλ …

    Dictionary of Greek