ἶκανός

  • 111αθρητικός — ἀθρητικός, ή, όν (Μ) [ἀθρῶ] ο ικανός στο να βλέπει, να παρατηρεί, παρατηρητικός, προσεχτικός …

    Dictionary of Greek

  • 112αιρετικός — ή, ό (Α αἱρετικός, ή, όν) 1. οπαδός αιρέσεως και, κυρίως, θρησκευτικής 2. αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε αίρεση, που διενεργείται σύμφωνα με μια αίρεση (νεοελλ. μσν.) (και ως ουσ.) αυτός που δεν παραδέχεται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα όπως… …

    Dictionary of Greek

  • 113αισθητός — ή, ό (Α αἰσθητός, ή, όν και ός, όν) ο αντιληπτός διά μέσου τών αισθήσεων (αντίθετα προς το νοητός) νεοελλ. 1. ικανός, σημαντικός, μεγάλος 2. αξιοπρόσεκτος, ευδιάκριτος, φανερός, σαφής αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ αἰσθητόν αυτό που υποπίπτει στις… …

    Dictionary of Greek

  • 114ακροαματικός — ή, ό (Α ἀκροαματικός, ή, όν) αυτός που είναι κατάλληλος ή προορίζεται ειδικά για ακρόαση, αυτός που επιτελείται με προφορική διδασκαλία νεοελλ. (Νομ.) ακροαματική διαδικασία η ενώπιον ακροατηρίου διαδικασία αρχ. 1. ο ικανός να ακούει, να… …

    Dictionary of Greek

  • 115ακροσφαλής — ές (Α ἀκροσφαλής) αυτός που κινδυνεύει να πέσει, ο μη σταθερός, επισφαλής αβέβαιος άρχ. ο ικανός να επιφέρει πτώση, ολισθηρός, επικίνδυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + σφαλὴς < ἐσφάλην, σφάλλω] …

    Dictionary of Greek

  • 116ακόλυμβος — ἀκόλυμβος, ον (Α) αυτός που δεν είναι ικανός στην κολύμβηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κολυμβῶ] …

    Dictionary of Greek

  • 117αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… …

    Dictionary of Greek

  • 118αλεξητήριος — ἀλεξητήριος, ία, ον (Α) [ἀλεξητήρ] 1. ο ικανός να αποκρούει, να υπερασπίζει ή να βοηθά (ειδικότερα ως επίθετο θεών) 2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀλεξητήριον α) φάρμακο για πρόληψη ή καταπολέμηση νοσηρού συμπτώματος, αντίδοτο δηλητηριάσεων β) …

    Dictionary of Greek

  • 119αλτικός — ή, ό (Α ἁλτικός, ή, όν) [ἅλλομαι] νεοελλ. ο σχετικός με το άλμα αρχ. 1. αυτός που τά καταφέρνει στο άλμα, ο ικανός στο άλμα 2. «ἁλτικὰ μόρια», τα μέλη που κινητοποιούνται κατά το άλμα 3. «ἁλτικὴ ὄρχησις», για τον χορό τών Σαλίων ιερέων …

    Dictionary of Greek

  • 120αμήχανος — η, ο (Α ἀμήχανος, ον) αυτός που βρίσκεται σε αμηχανία, που δεν ξέρει τί να κάνει αρχ. 1. αυτός που δεν έχει μέσα ή πόρους, ανίσχυρος, αδύνατος 2. ανίκανος, ανεπιτήδειος 3. αυτός που δεν παρέχει πόρους και συνεκδοχικά ανώφελος, άχρηστος 4.… …

    Dictionary of Greek