ἵξω
1ιξώ — ἰξῶ, όω (ΑΜ) [ιξός] 1. αλείφω με ιξό 2. παθ. ἰξοῡμαι, όομαι συλλαμβάνομαι από ιξό …
2ἰξῷ — ἰξός oak mistletoe masc dat sg …
3ἵξω — ἵκω come aor subj act 1st sg ἵ̱ξω , ἵκω come fut ind act 1st sg ἵ̱ξω , ἵζω si sd o aor ind mid 2nd sg (doric) ἵζω si sd o aor subj act 1st sg (doric) ἵζω si sd o aor ind mid 2nd sg (doric) …
4ἰξῶι — ἰξῷ , ἰξός oak mistletoe masc dat sg …
5ἀίξω — ἀ̱ίξω , ἀίσσω shoot aor ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἀίσσω shoot aor subj act 1st sg ἀίσσω shoot fut ind act 1st sg ἀ̱ΐξω , ἀίσσω shoot aor ind mid 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἀΐξω , ἀίσσω shoot aor subj act 1st sg (epic ionic) ἀΐξω , ἀίσσω …
6ιξούμαι — ἰξοῡμαι, όομαι (Α) [ιξός] βλ. ιξώ …
7ιξός — και οξός, ο (ΑΜ ἰξός) 1. το παρασιτικό φυτό viscum album που ζει πάνω στη βαλανιδιά και σε άλλα δέντρα, κν. γκυ 2. κολλώδης ουσία που λαμβάνεται από το φυτό αυτό και χρησιμοποιείται για την κατασκευή ιξοβεργών («θήρας ὄργανον φέρουσα τὸν ἰξόν»,… …