ἵζω
1.ίζω — ἵζω , ἵζω si sd o pres subj act 1st sg ἵζω , ἵζω si sd o pres ind act 1st sg …
2ἵζω — si sd o pres subj act 1st sg ἵζω si sd o pres ind act 1st sg …
3ίζω — ἵζω και δωρ. τ. ἵσδω (Α) (μόνο στους ποιητές και στους μτγν. πεζογράφους οι Αττικοί πεζογράφοι χρησιμοποιούν το καθίζω) 1. (μτβ.) βάζω κάποιον να καθίσει, καθίζω («ἐς θρόνον ἵζε», Ομ. Ιλ. 2. ιδρύω («βουλήν... ἷζε γερόντων» συγκρότησε, ίδρυσε… …
4μετασελ(λ)ίζω — (Μ) 1. αλλάζω άλογο και ξανακαβαλικεύω άλλο άλογο 2. (γενικά) ιππεύω, καβαλικεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + *σελ(λ)ίζω < σέλ(λ)α + ίζω (πρβλ. μεσ. σελ[λ]ίζομαι)] …
5πρωταρχ(ιν)ίζω — και πρωταρχινώ Ν αρχίζω κάτι για πρώτη φορά ή αρχίζω κάτι εγώ πρώτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + αρχίζω / αρχινίζω / αρχινώ] …
6τορπιλ(λ)ίζω — Ν 1. εκσφενδονίζω τορπίλη, χτυπώ με τορπίλη εχθρικό στόχο 2. μτφ. υπονομεύω, ανατρέπω, ματαιώνω κάτι με ύπουλες ενέργειες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τορπίλ(λ)η. Η λ., στον λόγιο τ. απρμφ. τορπιλλίζειν, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …
7τρυλ(λ)ίζω — ΝΜΑ (για τα ορτύκια) εκβάλλω γογγυστικό ήχο, τρύζω μσν. αρχ. (κατά τον Θεόγνωστ.) (στο γ εν.) τρυλίζει «ὀδύρεται» αρχ. 1. (για την κοιλιά και τα έντερα) γουργουρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού ρ. τρύζω, αναλογικά προς το θρυλίζω] …
8ρα(γ)ίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος 1. παθαίνω ράγισμα, ρωγμή: Το βάζο ράγισε. 2. μτφ., θλίβομαι: Ράγισε η καρδιά μου, όταν τον είδα ύστερα από την αρρώστια του. 3. προξενώ ράγισμα, ρωγμή: Στο πλύσιμο το ράγισες το ποτήρι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
9ἵζον — ἵζω si sd o pres part act masc voc sg ἵζω si sd o pres part act neut nom/voc/acc sg ἵζω si sd o imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἵζω si sd o imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …
10ἵζῃ — ἵζω si sd o pres subj mp 2nd sg ἵζω si sd o pres ind mp 2nd sg ἵζω si sd o pres subj act 3rd sg …