ἵζω

  • 91κελητίζω — (ΑΜ) μσν. (κυρίως σχετικά με ποταμό) πλέω, διαπλέω με ταχύτητα αρχ. 1. ιππεύω, καβαλικεύω άλογο, κάνω ιππασία 2. (με αισχρή σημ.) συνουσιάζομαι, καβαλικεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέλης, ητος + κατάλ. ίζω (πρβλ. γονατ ίζω, λεβητ ίζω)] …

    Dictionary of Greek

  • 92κτεατίζω — (Α) (ενεργ. και μέσ.) αποκτώ, προμηθεύομαι, κερδίζω (α. «κούρην,... δουρὶ δ ἐμῷ κτεάτισσα», Ομ. Ιλ. β. «αὖθις ἀπ ἀλλοτρίων κτεατίσσεται ἄρκιον ὄλβον», Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κτέαρ, ατος (τὸ) + ίζω (πρβλ. κερματ ίζω, χρηματ ίζω)] …

    Dictionary of Greek

  • 93πελεμίζω — Α 1. τινάζω κάτι στον αέρα, κινώ δυνατά, σείω, κάνω κάτι να σείεται ή να τρέμει («ὑπὸ βροντής πελεμίζεται εὐρεῑα χθών», Ησίοδ.) 2. κινώ κάποιον από τη θέση του 3. φρ. «πελεμίζω (τόξον)» προσπαθώ με μεγάλο κόπο να τεντώσω τόξο. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ.… …

    Dictionary of Greek

  • 94σαπίζω — Ν 1. (μτβ.) καθιστώ κάτι σάπιο, προκαλώ την αποσύνθεση οργανικού σώματος 2. (αμτβ.) γίνομαι σάποιος, υφίσταμαι σήψη, σήπομαι («σάπισε το πάτωμα από την υγρασία») 3. μτφ. διαφθείρομαι στην ψυχή ή στο πνεύμα 4. φρ. α) «τόν σάπισε στο ξύλο» τόν… …

    Dictionary of Greek

  • 95σώζω — σῴζω, ΝΜΑ, και σώνω Ν, και σώω και επικ. τ. σαόω, Α 1. διατηρώ κάποιον ή κάτι σώο, απαλλάσσω από κίνδυνο, από φθορά, από καταστροφή, από θάνατο, διασώζω, περισώζω, γλυτώνω (α. «τόν έσωσε η έγκαιρη εγχείρηση» β. «οι πυροσβέστες έσωσαν όλους τους… …

    Dictionary of Greek

  • 96χρεμετίζω — ΝΑ (για άλογα) χλιμιντρίζω αρχ. μτφ. (για άνδρα) εκβάλλω ερωτική κραυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. χρεμετίζω και οι υπόλοιποι συγγενείς τ. θα πρέπει να αναχθούν σε μια ΙΕ ρίζα *ghrem «ηχώ δυνατά, βροντώ, μουγκρίζω, είμαι οργισμένος» πιθ. προϊόν… …

    Dictionary of Greek

  • 97εἷσαν — ἕζομαι seat oneself aor ind act 3rd pl (epic) ἵημι Ja c io aor part act fem acc sg ἵζω si sd o aor part act neut nom/voc/acc sg ἵζω si sd o aor ind act 3rd pl ἵζω si sd o aor ind act 3rd pl (homeric ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 98ἀνίσατον — ἀνά ἵζω si sd o aor imperat act 2nd dual ἀνί̱σατον , ἀνά ἵζω si sd o aor ind act 2nd dual ἀνά ἵζω si sd o aor ind act 2nd dual (homeric ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 99ἕσσαθ' — ἕσσατο , ἕννυμι ves aor ind mid 3rd sg (epic) ἕσσατε , ἵζω si sd o aor imperat act 2nd pl ἕσσατο , ἵζω si sd o aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) ἕσσατε , ἵζω si sd o aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 100ἕσσαι — ἕννυμι ves perf ind pass 2nd sg (epic) ἕννυμι ves aor imperat mid 2nd sg (epic) ἵζω si sd o aor imperat mid 2nd sg ἵζω si sd o aor inf act ἕσσαῑ , ἵζω si sd o aor opt act 3rd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)