ἵζω

  • 81ῥαίζω — ῥᾱίζω , ῥαίζω grow easier pres subj act 1st sg ῥᾱίζω , ῥαίζω grow easier pres ind act 1st sg ῥᾱΐζω , ῥαίζω grow easier pres subj act 1st sg ῥᾱΐζω , ῥαίζω grow easier pres ind act 1st sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 82Zeta — (uppercase Ζ, lowercase ζ; el. Ζήτα IPA| [ziːta] Zita) is the sixth letter of the Greek alphabet. In the system of Greek numerals it has a value of 7. It was derived from the Phoenician letter Zayin . Unlike the other Greek letters, this letter… …

    Wikipedia

  • 83θυμιατίζω — και θυμιάζω (Μ θυμιατίζω) καίω θυμίαμα, λιβανίζω νεοελλ. μτφ. εγκωμιάζω, κολακεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμια τός (< θυμιάω, ώ) + κατάλ. ίζω), πρβλ. ακουστ ίζω, μισητ ίζω] …

    Dictionary of Greek

  • 84ιίζω — ἰίζω (Α) μοιάζω με σκουριά, είμαι σκουριασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (IV) «σκουριά» + κατάλ. ίζω (πρβλ. αρχ ίζω, ριπ ίζω)] …

    Dictionary of Greek

  • 85καλοδρομίζω — 1. οδηγώ κάποιον σε καλό δρόμο («η Παναγιά να σέ καλοδρομίζει») 2. μτφ. οδηγώ κάποιον στον δρόμο τής αρετής ή τής ευτυχίας 3. (αμτβ.) α) πορεύομαι καλά, ακολουθώ καλό δρόμο β) ακολουθώ τον δρόμο τής αρετής, παίρνω τον καλό δρόμο 4. ευδοκιμώ,… …

    Dictionary of Greek

  • 86καλοστρατίζω — 1. (μτβ.) οδηγώ κάποιον από βατό, ίσιο δρόμο, τόν κατευθύνω καλά, τόν χειραγωγώ στον ίσιο δρόμο 2. κατευοδώνω κάποιον, τού εύχομαι «καλή στράτα», τόν ξεπροβοδώ, τόν ξεβγάζω 3. μτφ. δίνω σε κάποιον καλή, ηθική κατεύθυνση, τόν προτρέπω στο καλό,… …

    Dictionary of Greek

  • 87καρυδίζω — (Μ) καρυατίζω*, παίζω τα καρύδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρύδιον + κατάλ. ίζω (πρβλ.βοταν ίζω, λακων ίζω)] …

    Dictionary of Greek

  • 88καρχηδονίζω — (Α) διάκειμαι φιλικά προς τους Καρχηδονίους, πρόσκειμαι στους Καρχηδονίους. [ΕΤΥΜΟΛ. < Καρχηδών, όνος + κατάλ. ίζω (πρβλ. ελλην ίζω, μακεδον ίζω)] …

    Dictionary of Greek

  • 89καστιγαρίζω — (Μ) τιμωρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. castigare «τιμωρώ» + κατάλ. ίζω (πρβλ. πριον ίζω, ραπ ίζω)] …

    Dictionary of Greek

  • 90κατακλονίζω — (Μ) συνταράσσω. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικά σχηματισμένος ενεστ. από τον αόρ. κατ ε κλόν ησ α τού κατακλονῶ «συνταράσσω», κατὰ το σχήμα κατ ε δρόσ ισα: κα τα δροσ ίζω (πρβλ. και ηρεμ ίζω ηρεμ ώ, οχλ ίζω οχλώ)] …

    Dictionary of Greek