ἵζω

  • 71-ιστός — (ΑΜ ιστός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. τος τών ρηματικών επιθ. (πρβλ. αγαπη τός < αγαπώ, λυ τός < λύω) από το θ. σε ισ τού αορ. πολλών ρημάτων (συνήθως σε ίζω), πρβλ. αρχ. κυλίνδω «κυλῶ», αόρ. ἑκύλ ισ α > κυλ ισ τός, νεοελλ. γεμ ίζω,… …

    Dictionary of Greek

  • 72εἷσ' — εἷσο , ἕννυμι ves plup ind pass 2nd sg εἷσο , ἕννυμι ves perf imperat pass 2nd sg εἷσαι , ἕννυμι ves perf ind pass 2nd sg εἷσα , ἕζομαι seat oneself aor ind act 1st sg (epic) εἷσο , ἕζομαι seat oneself plup ind mp 2nd sg εἷσο , ἕζομαι seat… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 73-ιστικός — και ίστικος (ΑΜ ιστικός) παρεκτεταμένη μορφή τής κατάλ. ικός από ονόματα σε ιστής (πρβλ. αγων ιστ ικός < αγων ιστής, υβρ ιστ ικός < υβρ ιστής). Στη συνέχεια η κατάλ. σχημάτισε και παρ. απευθείας από θ. ρημάτων σε ίζω (πρβλ. ονειδ ιστικός… …

    Dictionary of Greek

  • 74εἵσαθ' — εἵσατε , ἕζομαι seat oneself aor ind act 2nd pl (epic) εἵσατο , ἵζω si sd o aor ind mid 3rd sg εἵσατε , ἵζω si sd o aor imperat act 2nd pl εἵσατε , ἵζω si sd o aor ind act 2nd pl εἵσατο , ἵζω si sd o aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) εἵσατε ,… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 75εἵσατ' — εἵσατε , ἕζομαι seat oneself aor ind act 2nd pl (epic) εἵσατο , ἵζω si sd o aor ind mid 3rd sg εἵσατε , ἵζω si sd o aor imperat act 2nd pl εἵσατε , ἵζω si sd o aor ind act 2nd pl εἵσατο , ἵζω si sd o aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) εἵσατε ,… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 76ἕσσαντ' — ἕσσαντο , ἕννυμι ves aor ind mid 3rd pl (epic) ἕσσαντα , ἵζω si sd o aor part act neut nom/voc/acc pl ἕσσαντα , ἵζω si sd o aor part act masc acc sg ἕσσαντι , ἵζω si sd o aor part act masc/neut dat sg ἕσσαντε , ἵζω si sd o aor part act masc/neut… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 77-ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ …

    Dictionary of Greek

  • 78ἕσσ' — ἕσσο , ἕννυμι ves plup ind pass 3rd sg (epic) ἕσσαι , ἕννυμι ves perf ind pass 2nd sg (epic) ἕσσαι , ἕννυμι ves aor imperat mid 2nd sg (epic) ἕσσαι , ἵζω si sd o aor imperat mid 2nd sg ἕσσαι , ἵζω si sd o aor inf act ἕσσα , ἵζω si sd o aor ind… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 79ἵζεσθε — ἵ̱ζεσθε , ἵζω si sd o imperf ind mp 2nd pl ἵζω si sd o pres imperat mp 2nd pl ἵζω si sd o pres ind mp 2nd pl ἵζω si sd o imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 80ἵζουσ' — ἵζουσα , ἵζω si sd o pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) ἵζουσι , ἵζω si sd o pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἵζουσι , ἵζω si sd o pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) ἵζουσαι , ἵζω si sd o pres… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)