ἵζω
111αθροίζω — (Α ἀθροίζω και ἁθροίζω) συλλέγω, συγκεντρώνω, μαζεύω, συναθροίζω νεοελλ. Μαθημ. εκτελώ την πράξη τής προσθέσεως, προσθέτω αρχ. Ι. ενεργ. 1. παραθέτω συγκεντρωτικά, αραδιάζω 2. συσσωρεύω, θησαυρίζω ΙΙ μέσ. συγκεντρώνω για τον εαυτό μου ή γύρω από… …
112ακονίζω — και ακονώ άω (Α ἀκονῶ) 1. κάνω με το ακόνι κοφτερή την κόψη μεταλλικού οργάνου, τροχίζω «ακονίζω το μαχαίρι» «ἀκονῶ λόγχην» (Ξεν. Κύρ. Παιδ. 6, 2, 33) «ἀκονᾱσθαι μαχαίρας» (Ξεν. Ελλ. 7, 5, 20) 2. οξύνω, ασκώ κάποιον ή κάτι σε κάτι «ακονισμένο… …
113διαγουμίζω — και διαγουμάω και διαγουμώ 1. λεηλατώ, διαρπάζω, κουρσεύω 2. διασκορπίζω, σπαταλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχθηκε ότι διαγουμίζω < (όψιμο μσν.) διαγουμίζω < αρχ. διακομίζω, ενώ κατ άλλους από το γιάγμα < τουρκ. yağma «διαρπαγή»… …
114εφωραΐζω — ἐφωράίζω (Μ) εξωραΐζω, ομορφαίνω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὡρα ΐζω (< ὡρ αῖος), πρβλ. εξ ωρα ΐζω] …
115θηβαϊσμός — ο χρόνια δηλητηρίαση που προκαλείται από τη θηβαΐνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Θήβαι + κατάλ. ισμός κατά τα μεταρρηματικά παρ. τών εις ίζω (πρβλ. οικ ίζω > οικ ισμός)] …
116ιδρύω — (ΑΜ ἱδρύω) (ενεργ. και μέσ.) οικοδομώ, κτίζω («ο ναός ιδρύθηκε τον 5ο αιώνα» β. «ἱδρύσαντο ὑπὸ τῇ ἀκροπόλι Πανὸς ἱρόν», Ηρόδ.) νεοελλ. συνιστώ, συγκροτώ («ιδρύω πολιτικό κόμμα») αρχ. 1. πείθω κάποιον να παραμείνει, να εγκατασταθεί («αὑτός τε… …
117κατρακύλισμα — το το κατρακύλημα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά τα παράγωγα ρ. σε ίζω από τον αόρ. κατρακύλησα τού κατρακυλώ, που συνέπιπτε φωνητικά με τα ρ. σε ίζω] …
118κερτομιστής — και καρτομιστής, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) χλευαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. κερτομ ιστης αντί τού ορθτ. *κερτομη της < κερκτομώ κατά τα μεταρρηματ. σε ισ τής τών ρ. σε ίζω (πρβλ. ὑβρ ισ τής < ὑβρ ίζω)] …
119κλαυθμυρίς — κλαυθμυρίς, ίδος, ἡ (Α) κλαυθμυρισμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αν δεν πρόκειται για εσφ. γρφ., θα πρέπει να θεωρηθεί υποχωρητικό παρ. τού κλαυθμυρίζω κατά το σχήμα ίζω: ις (πρβλ. ραμφ ίζω: ραμφ ίς)] …
120κομίζω — (AM κομίζω) φέρω, μεταφέρω, κουβαλώ («σφέα ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. περιποιούμαι κάποιον («οὐδέ νυ τόν γε [παῑδα] γηράσκοντα κομίζω», Ομ. Ιλ.) 2. φιλοξενώ («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν»,… …