ἵζω

  • 101ἱζόμεθα — ἱ̱ζόμεθα , ἵζω si sd o imperf ind mp 1st pl ἵζω si sd o pres ind mp 1st pl ἵζω si sd o imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 102ἵζεο — ἵ̱ζεο , ἵζω si sd o imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἵζω si sd o pres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἵζω si sd o imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 103ἵζευ — ἵ̱ζευ , ἵζω si sd o imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic) ἵζω si sd o pres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic) ἵζω si sd o imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 104ἵζομεν — ἵ̱ζομεν , ἵζω si sd o imperf ind act 1st pl ἵζω si sd o pres ind act 1st pl ἵζω si sd o imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 105ἵζου — ἵ̱ζου , ἵζω si sd o imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) ἵζω si sd o pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ἵζω si sd o imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 106ἵξω — ἵκω come aor subj act 1st sg ἵ̱ξω , ἵκω come fut ind act 1st sg ἵ̱ξω , ἵζω si sd o aor ind mid 2nd sg (doric) ἵζω si sd o aor subj act 1st sg (doric) ἵζω si sd o aor ind mid 2nd sg (doric) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 107-γος — [ΕΤΥΜΟΛ. Κατάληξη συνθέτων στερητικών επιθέτων με παθητική σημασία που δηλώνουν εκείνον που δεν έχει πάθει ό,τι εκφράζει το ρήμα. Το επίθημα σε γος εμφανίστηκε αρχικά σε επίθετα προερχόμενα από ουσιαστικά ή ρήματα που έχουν το γ στο θέμα τους… …

    Dictionary of Greek

  • 108-ιάζω — κατάληξη ρημάτων τής Νέας Ελληνικής, η οποία εμφανίζεται: α) σε ρήματα που έχουν σχηματιστεί με την αρχ. κατάλ. άζω και προέρχονται από ουσ. ή επίθ. με θεματικό φωνήεν ι [πρβλ. αγιάζω (< άγιος), αιφνιδιάζω (< αιφνίδιος), εφοδιάζω (<… …

    Dictionary of Greek

  • 109-ιστής — (ΑΜ ιστής) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. τής, η οποία στα μεταρρηματικά παράγωγά της δηλώνει τον δράστη μιας ενέργειας (πρβλ. ποιώ > ποιη τής, πολιτεύομαι > πολιτευ τής) από το θ. σε –ισ τού αορ. πολλών ρ. (συνήθως σε ίζω), πρβλ. ῥαίω… …

    Dictionary of Greek

  • 110έζομαι — ἕζομαι 1. κάθομαι 2. σταματώ, μένω σ έναν τόπο 3. (για ζυγό) γέρνω προς τη γη 4. πέφτω στο έδαφος, καταρρέω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο θεματικός ενεστώτας έζομαι (< *sed jo mai), με σημασία «είμαι καθισμένος» μάλλον παρά «κάθομαι», ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *sed… …

    Dictionary of Greek