ἴφιον

  • 1ἴφιον — ἴφιος fat masc acc sg ἴφιος fat neut nom/voc/acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ίφιος — ἴφιος, ία, ον (Α) 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἴφιον ίφι (II)* 2. φρ. «ἴφια μῆλα» ευτραφή πρόβατα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἴφιον (τὸ) είναι παράλληλος τής λ. ἶφι (II) «μέτρο χωρητικότητας». Το ἴφιος, με τη δεύτερη σημ. < ἶφι «ισχυρά»] …

    Dictionary of Greek

  • 3ίφι — (I) ἶφι (Α) (επικ. επίρρ. στον Όμ. μόνο με τα ρ. ἀνάσσειν, μάχεσθαι, δαμνῆναι) 1. ισχυρά, κραταιά (α. «ἶφι ἀνάσσειν», Ομ. Ιλ. β. «ἴφι μάχεσθαι», Ομ. Ιλ.) 2. συχνά ως α συνθετικό κύριων ον. (Ἰφιάνασσα, Ἰφιγένεια, Ἰφιγόνη, Ἰφιδάμας, Ἴφικλος,… …

    Dictionary of Greek