ἴττω ἡρακλῆς

  • 1ίττω — ἴττω (Α) (βοιωτ. τ. τού γ εν. προστ. τού οἶδα αντί ἴστω, ειδ. ως όρκος) ας γνωρίζει, δηλ. ας είναι μάρτυρας (α. «ἴττω Ζεύς», Πλάτ. β. «ἴττω Ἡρακλῆς», Αριστοφ.) …

    Dictionary of Greek