ἴσμεν

  • 1ἴσμεν — οἶδα see perf ind act 1st pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2οίδα — (ΑΜ οἶδα, Α αιολ. τ. ὄϊδα) 1. γνωρίζω, ξέρω (α. «ὅς ᾔδη τά τ ἐόντα τά τ ἐσσόμενα πρό τ ἐόντα», Ομ. Ιλ. β. «ἴστω ὑπὸ τοῡ ἀδελφοῡ ἀποθανών», Ηρόδ.) 2. φρ. α) «ἕv οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα» ένα πράγμα γνωρίζω, ότι τίποτε δεν γνωρίζω β) «οὐκ οἴδασι τί… …

    Dictionary of Greek

  • 3Согласительное исповедание 433 г. — Эту статью следует викифицировать. Пожалуйста, оформите её согласно правилам оформления статей. Согласительное исповедание 433 года.(уния в 433 года). Решения Эфесского собора 431 года, который проводили …

    Википедия

  • 4ARABITAE — Graece Α᾿ραβῖται, populi dicti sunt, fluvii Indiae, Arabis accolae. Steph. Α῎ραβις ποταμὸς Ι᾿νδικῆς εν αὐτονόμῳ χώρα, περὶ ὃν οἰκοῦσιν Α᾿ραβῖται, ὡς Ω᾿κεανῖται, Et sic etiam praeferunt vulgatae ditiones Arriani in Indicis: Sed Α᾿ρβἰται Arbitae,… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 5ORA — I. ORA extremitas cuiusque rei, Clement. sec. de vit. et hon. Cler. Hinc Ora Vestis, Graecis πέζα, unde πεζοφόροι χιτῶνες Aeschylo; Sed πέζα proprie oram vestis extremam seu ultimam, quam ultimam fimbriam appellat Trebellius in XXX. Tyrannis, c… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 6VENUS — I. VENUS ab antiquis amorum, gratiarum, pulchritudinis, deliciarum, voluptatumque omnium habita est Dea: ita dicta a veniendo, quod ad omnes res veniat, ut auctore est Cicer. l. 3. de Nat. Deor. c. 24. Hanc Poetae, ex spumâ maris et Caeli… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 7εξαμαύρωσις — ἐξαμαύρωσις, η (Α) [εξαμαυρῶ] πλήρης εξαφάνιση, πλήρης ἔλλειψη («μετάλλων ἴσμεν ἐξαμαυρώσεις», Πλούτ.) …

    Dictionary of Greek

  • 8επιρρύσμιος — ἐπιρρύσμιος, η, ον (Α) 1. αυτός που χύνεται, που ρέει κάπου 2. συμπτωματικός, τυχαίος («ἐτεῇ οὐδὲν ἴσμεν περὶ οὐδενός, ἀλλ’ ἐπιρρυσμίη ἑκάστοισιν ἡ δόξις», Δημόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ρυσμός, ιων. τ. αντί ρυθμός, που συνδέεται πιθ. με το ρέω] …

    Dictionary of Greek

  • 9οσμή — η (Α ὀσμή και επικ. τ. ὀδμή) το ευχάριστο ή δυσάρεστο αίσθημα τής όσφρησης, ευώδης ή δυσώδης απόπνοια πράγματος, μυρωδιά (α. «πικρὸν ἀποπνείουσα ἁλός... ὀδμήν», Ομ. Οδ. β. «ὡς καλὴν ὀσμὴν ἔχει», Ευρ.) νεοελλ. 1. (βιοχ. χημ.) η ιδιότητα διαφόρων… …

    Dictionary of Greek

  • 10ποίηση — Λογοτεχνική σύνθεση στην οποία η έκφραση των αισθημάτων ή των εικόνων, η αφήγηση πραγματικών ή φανταστικών γεγονότων, ακόμα και η έκθεση επιστημονικών ή φιλοσοφικών αντιλήψεων, επιτυγχάνεται όχι μόνο με τη σημασία των λέξεων και των συνδυασμών… …

    Dictionary of Greek