ἴονθος
1ίονθος — ἴονθος, ὁ (Α) 1. ρίζα τρίχας, νέα τρίχα 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ πρώτη ἔκφυσις τῶν τριχῶν» 3. (κατά τον Φρύν.) «ἡ ἐπὶ τοῡ προσώπου ἅμα τῇ τριχῶν ἐκφύσει τῶν πρώτων γινομένη οἴδησις» εξάνθημα στο πρόσωπο, το οποίο συνοδεύει την πρώτη εμφάνιση γενιού …
2ἴονθος — root of a hair masc nom sg …
3ἰόνθοις — ἴονθος root of a hair masc dat pl …
4ἰόνθοισι — ἴονθος root of a hair masc dat pl (epic ionic aeolic) …
5ἰόνθου — ἴονθος root of a hair masc gen sg …
6ἰόνθους — ἴονθος root of a hair masc acc pl …
7ἰόνθων — ἴονθος root of a hair masc gen pl …
8ἴονθοι — ἴονθος root of a hair masc nom/voc pl …
9ус — род. п. а, мн. ы, диал. ус, род. п. а, укр. вус, род. п. а, блр. вус, др. русск. усъ ус, борода , русск. цслав. ѫсъ, болг. въс (Младенов 94), словен. vо̣̑s ус , мн. vȯse, чеш. vous, мн. vousy, слвц. fuz, мн. fuzy, польск. wąs, род. п. wąsa, мн …
10ίουλος — I (Βοτ.). Χαρακτηριστική ταξιανθία σε μορφή τσαμπιού, που αποτελείται γενικά από μονογενή άνθη, συχνότερα αρσενικά. Ο ί. ταξινομείται στις απλές βοτρυώδεις ταξιανθίες και αποτελεί υποκατηγορία της ταξιανθίας στάχυς. Τα άνθη που συγκροτούν τον ί.… …
- 1
- 2