ἴλιον τὸ τῆς γυναικὸς ἐφήβαιον δηλοῖ
1ίλιον — Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Προϊστορική πόλη της Μικράς Ασίας, στη βορειοδυτική της χερσόνησο, πρωτεύουσα της Τρωάδας, γνωστή κυρίως ως Τροία (βλ. λ.). 2. Μικρή παράλια πόλη, που χτίστηκε κοντά στο προϊστορικό Ίλιον από τον Μέγα Αλέξανδρο και… …
2īli- — īli English meaning: groin, intestines Deutsche Übersetzung: “Weichen, Eingeweide, Geschlechtsteile”? Note: From Root engʷ , n̥gʷēn (engʷh ): swelling derived Root īli (engʷhi, indi): groin, intestines. Common Illyr. gʷh > d… …