ἴκριον
1ίκριον — ἴκριον, τὸ (Α) βλ. ικρίο …
2икра — I икра I. (рыбная), укр. ïкра, др. русск. икра, болг. икра, сербохорв. и̏кра, словен. ikra, чеш., слвц. jikra, польск. ikra, в. луж. jikra, jikno, полаб. jåkra; см. Розвадовский, RS 7, 10. Ср. лит. ìkrai икра , лтш. ikri м. мн. и ikrа ж., ирл …
3ικρίο — το (Α ἰκρίον και ἴκριον) ικρίωμα*, σκαλωσιά αρχ. 1. θεωρείο 2. (στον πληθ. τὰ ἴκρια α) σανίδωμα τού καταστρώματος τών ομηρικών πλοίων β) οι πλευρές τού πλοίου ή το άνω άκρο τών πλευρών του, η κουπαστή γ) ξύλινο κατασκεύασμα ψηλότερο από την… …
4ICRIUM — cenotaphii gnorisma, apud Athenienses olim, signumque fuit patrium ac legitimum, ubi quis patriâ excidensinibi haud foret sepultus. Icrium vero, ex Graeco ἴκριον, surrectum est lignum, vide Cael. Rhodigin. Antiqq. Lection. l. 10. c. 5. et l. 17.… …
5ικριοποιός — ἰκριοποιός, ὁ (Α) αυτός που κατασκευάζει ικρία ή θρανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκριον + ποιός (< ποιώ), πρβλ. ζυγο ποιός, κλειδο ποιός] …
6ικριόεις — ἰκριόεις, εσσα, εν (Α) [ίκριον] (για τον σταυρό) αυτός που μοιάζει με ικρίωμα …
7ικριώ — ἰκριῶ, όω (Α) [ίκριον] 1. κατασκευάζω ικρίωμα 2. εφοδιάζω με ξύλινα έδρανα …