ἴθμα
1ίθμα — ἴθμα, τὸ (Α) στον πληθ. τὰ ἴθματα α) ίχνη, πατήματα, βήματα β) κίνηση γ) τα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράγωγο τού ρ. εἶμι που εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα ι τού ρ. και επίθημα θμα, το οποίο αποτελεί παρέκταση με θ τής κατάλ. μα (πρβλ. άσθμα). Η λ.,… …
2ἴθμα — ibo neut nom/voc/acc sg …
3ἴθμασι — ἴθμα ibo neut dat pl …
4ἴθμασιν — ἴθμα ibo neut dat pl …
5ἴθματα — ἴθμα ibo neut nom/voc/acc pl …
6ἴθμαθ' — ἴθματα , ἴθμα ibo neut nom/voc/acc pl ἴθματι , ἴθμα ibo neut dat sg ἴθματε , ἴθμα ibo neut nom/voc/acc dual …
7ἴθματ' — ἴθματα , ἴθμα ibo neut nom/voc/acc pl ἴθματι , ἴθμα ibo neut dat sg ἴθματε , ἴθμα ibo neut nom/voc/acc dual …
8άσθμα — το (AM ἄσθμα και ἆσθμα) ιατρ. η ασθένεια, το άσθμα αρχ. μσν. 1. η πνοή, η αναπνοή 2. η ισχυρή πνοή, το δυνατό φύσημα (ζώου ή του ανέμου) αρχ. 1. το λαχάνιασμα 2. ο επιθανάτιος ρόγχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. άσθμα < *άνσθμα, που ανάγεται στην ΙΕ. ρίζα… …
9ίθμη — ἴθμη, ἡ (Α) οδός, διάβαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴ θμη, με τη μηδενισμένη βαθμίδα ι τού ρ. εἶμι (πρβλ. ίθμα)] …
10ίχματα — ἴχματα, τὰ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἴχνια». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. εσφ. γρφ. τού τ. ἴθματα «βήμα, κίνηση» (< εἶμι), βλ. ίθμα] …
- 1
- 2