ἴδη

  • 71TUBUS et TUBA — solô genere differunt, idem plave significantia. Unde tubi in sacris olim dicit, quibus tibicines canebant, ut scribit Varro, l. 4. de L. L. Nempe formam oblongam et directam et concavam Latini veteres tubum dixêre, ex Graeco τύπος: unde forma in …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 72Αϊδωνεύς — I Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς των Μολοσσών της Ηπείρου, που την ωραία του γυναίκα Περσεφόνη θέλησε να αρπάξει ο βασιλιάς των Λαπιθών Πειρίθους, με τη βοήθεια του φίλου του Θησέα. Όμως δεν το κατόρθωσαν και ο Α. έκλεισε τους δύο φίλους στον Άδη.… …

    Dictionary of Greek

  • 73Κάρνειος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Δία και της Ευρώπης. Ανατράφηκε στο ιερό άλσος του Απόλλωνα στην Ίδη, από τον ίδιο τον θεό, ο οποίος του δίδαξε τη μαντική, και τη μητέρα του, Λητώ. Κ. ήταν επίσης και μία από τις προσωνυμίες του Απόλλωνα. * * *… …

    Dictionary of Greek

  • 74Τρωάς — Αρχαία χώρα, ΒΔ της Μικράς Ασίας, στην περιοχή της Τροίας. Με το όνομα Τ. αναφέρονται και δύο ιστορικά πρόσωπα: η κόρη του βασιλιά των Μολοσσών Νεοπτόλεμου, αδελφή της Ολυμπιάδας, μητέρας του Μεγάλου Αλέξανδρου, και η κόρη του βασιλιά των… …

    Dictionary of Greek

  • 75έπειμι — (I) ἔπειμι (Α) [ειμί] 1. είμαι, βρίσκομαι πάνω από κάποιον («κάρη ὤμοισιν ἐπείη», Ομ. Ιλ.) 2. (για ονόματα) είμαι, υπάρχω πάνω σε κάτι, προσυπάρχω («οὐκ ἔπεστι ἐπωνυμίη Περσέι», Ηρόδ.) 3. (για αμοιβές, ποινές) επακολουθώ («εἰ δ ἔπεστι νέμεσις»,… …

    Dictionary of Greek

  • 76αδελφιδή — ἀδελφιδῆ ( έη), η (Α) κόρη αδελφού ή αδελφής, ανιψιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδελφός + ιδέη, ιδῆ*] …

    Dictionary of Greek

  • 77δάσος — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… …

    Dictionary of Greek

  • 78ελίκη — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Νύμφη του όρους Ίδη της Κρήτης, που μαζί με τη νύμφη Κυνόσουρα ανέθρεψαν τον Δία. Αργότερα μεταμορφώθηκαν σε αστερισμούς από τον θεό (Μικρή και Μεγάλη Άρκτος), για να γλιτώσουν από τις ερωτικές διαθέσεις του… …

    Dictionary of Greek

  • 79λευκηναί — λευκηναί, αἱ (Α) [Λευκές] κάστανα από την περιοχή Λευκές ή Λεύκες, η οποία βρισκόταν στο όρος Ίδη …

    Dictionary of Greek

  • 80μελισσαίος — Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται και ως Μελισσεύς. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν βασιλιάς της Κρήτης και πατέρας της Αμάλθειας και της Μέλισσας. Οι κόρες του ανέθρεψαν με γάλα και μέλι το νεογέννητο παιδί του Κρόνου και της Ρέας, τον Δία, γι’ αυτό… …

    Dictionary of Greek