ἴδη

  • 21κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …

    Dictionary of Greek

  • 22Ηρακλείου, νομός — Νομός (2.641 τ. χλμ., 578.251 κάτ.) της κεντρικής ανατολικής Κρήτης, που υπάγεται στην περιφέρεια Κρήτης. Συνορεύει στα Α με τον νομό Λασιθίου και στα Δ με τον νομό Ρεθύμνης. Στα Β βρέχεται από το Κρητικό πέλαγος και στα Ν από το Λιβυκό. Η… …

    Dictionary of Greek

  • 23Ιδαίος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Δάρητα, ιερέα του Ηφαίστου, ένας από τους επιφανείς Τρώες. Μαζί με τον αδελφό του, Φαληρέα, επιτέθηκε εναντίον του Διομήδη, ο οποίος όμως σκότωσε τον Φαληρέα. Ο Ήφαιστος έσωσε τον Ι., για να μην μείνει… …

    Dictionary of Greek

  • 24θυγατριδή — θυγατριδῆ, ἡ (Α) η κόρη τής θυγατέρας, η εγγονή από θυγατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. θυγατρ ιδῆ < θ. θυγατρ τού θυγάτηρ (πρβλ. γεν. θυγατρ ός, δοτ. θυγατρ ί) + κατάλ. ιδῆ (< ιδ εή με συναίρεση), δηλωτική τού απογόνου (πρβλ. αδελφ ιδή)] …

    Dictionary of Greek

  • 25Ιδαίοι Δάκτυλοι — Μυθολογικά πρόσωπα. Ήταν δαίμονες που κατάγονταν από την κρητική ή τη φρυγική Ίδη και ανήκαν στην ακολουθία της μητέρας των θεών Ρέας ή Κυβέλης. Οι αρχαίοι συγγραφείς διατύπωσαν διαφορετικές θεωρίες για το όνομα και τον αριθμό τους. Ο Στράβωνας… …

    Dictionary of Greek

  • 26Ида (гора) — У этого термина существуют и другие значения, см. Ида. Ида греч. Ίδη …

    Википедия

  • 27Ίδηθεν — Ἴδηθεν (Α) επίρρ. από την Ίδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ίδη + κατάλ. θεν που δηλώνει την από τόπου κίνηση (πρβλ. εκεί θεν, έσω θεν)] …

    Dictionary of Greek

  • 28ιδογενής — ἰδογενής, ές (Α) ο γεννημένος πάνω στο όρος Ίδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ίδη + γενής (< γένος), πρβλ. ευ γενής, ομο γενής] …

    Dictionary of Greek

  • 29περιδάϊος — ον, Α (πιθ. αιολ. τ.) αυτός που βρίσκεται γύρω από το όρος Ίδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + Ίδη] …

    Dictionary of Greek

  • 30υϊδούς — και υἱϊδοῡς, οῡ, και ὑϊδεύς και υἱϊδεύς, έως, και ὑϊδός, και ὑϊτός, ο, θηλ. ὑϊδῆ, Α ο γιος τού γιου, ο εγγονός. [ΕΤΥΜΟΛ. < υἱός + κατάλ. ιδεύς / ιδῆ (< ιδ εή με συναίρεση) / ιδοῦς (< ιδ εός με συναίρεση), δηλωτικές απογόνου (πρβλ. θυγατρ …

    Dictionary of Greek