ἴδη

  • 111Μεσήσκλι — Ακατοίκητος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.) στην πρώην επαρχία Καινουργίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού, στις νοτιοανατολικές απολήξεις του όρους Ίδη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζάρου …

    Dictionary of Greek

  • 112Μουσείο, Αρχαιολογικό Ηρακλείου — Tο Aρχαιολογικό Mουσείο Hρακλείου (Ξανθουδίδου 1, Hράκλειο) είναι ένα από τα πιο πλούσια και σημαντικά αρχαιολογικά μουσεία της Eλλάδας. Στις αίθουσές του εκτίθενται ευρήματα από την προϊστορική ως τη ρωμαϊκή εποχή, που προέρχονται από ανασκαφές… …

    Dictionary of Greek

  • 113Πάνδημος, Αντώνιος — (17ος αι.). Λυρικός ποιητής από την Κρήτη στα τελευταία χρόνια της ενετοκρατίας και στα πρώτα της τουρκοκρατίας στην πατρίδα του. Μερικοί τον ονομάζουν Πανδίνο. Το 1619, όταν σπούδαζε στην Πάντοβα, έγιναν στο Ρέθυμνο οι γάμοι της Καλιέργας ή… …

    Dictionary of Greek

  • 114Σαραντάπηχοι — Μυθικοί κάτοικοι του όρους Ίδη της Κρήτης. Ήταν πανύψηλοι και ρωμαλέοι, γι’ αυτό και τους έλεγαν Σ. Κατά την παράδοση, οι Σ. ήταν οι αρχαιότεροι κάτοικοι του νησιού, και ζούσαν σ’ αυτό πριν ακόμα και από το μυθικό κατακλυσμό. Σχετικά με το μύθο… …

    Dictionary of Greek

  • 115Σιμωνίδης, Κωνσταντίνος — Πλαστογράφος χειρόγραφων (Σύμη 1820 Αλεξάνδρεια 1867). Σε πολύ νεαρή ηλικία, μετά τις μέτριες σπουδές του στο σχολείο της πατρίδας του, εκδηλώθηκε η επικίνδυνα τυχοδιωκτική του φύση με μια απόπειρα δολοφονίας των γονέων του για να τους… …

    Dictionary of Greek

  • 116Συμεών — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Γέρος Ισραηλίτης ο οποίος κατοικούσε στην Ιερουσαλήμ με την προσδοκία του Μεσσία. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς, ο οποίος τον αναφέρει, σημειώνει ότι «ην αυτώ κεχρηματισμέvov υπό του Πνεύματος του Αγίου μη… …

    Dictionary of Greek

  • 117Ψηλορείτης — ο το βουνό Ίδη στην Κρήτη …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 118ἰδέων — ἰ̱δέων , ἴδη timber tree fem gen pl (epic doric ionic) ἰ̱δέων , ἶδος sweat neut gen pl (epic doric ionic aeolic) ἰδέω know pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 119ἰδῶν — ἰ̱δῶν , ἴδη timber tree fem gen pl ἰ̱δῶν , ἶδος sweat neut gen pl (attic epic doric) ἰδέω know pres part act masc nom sg (attic epic doric) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 120ἴδ' — ἴδε , εἶδον see aor imperat act 2nd sg ἴδε , εἶδον see aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἴ̱δᾱͅ , ἴδη timber tree fem dat sg (doric aeolic) ἴδε , ἰδέ and indeclform (adverb) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)