ἴαται

  • 1ἰαταί — ἰατής masc nom/voc pl ἰᾱταί , ἰατός curable fem nom/voc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ἰᾶται — ἰάομαι j pres subj mp 3rd sg ἰάομαι j pres ind mp 3rd sg ἰάζω fut ind mid 3rd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3ἰᾶτ' — ἰ̱ᾶτο , ἰάομαι j imperf ind mp 3rd sg ἰᾶται , ἰάομαι j pres subj mp 3rd sg ἰᾶται , ἰάομαι j pres ind mp 3rd sg ἰᾶτο , ἰάομαι j imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) ἰᾶτε , ἰάζω fut ind act 2nd pl ἰᾶται , ἰάζω fut ind mid 3rd sg ἰᾶτα , ἰᾶτον drink… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4MAGI — I. MAGI Sacerdotes et Philosophi Persarum, quibus et sacra et publica res curae, magnô apud omnes pretiô, Altrorum praecipue contemplationi vacabant: Horum auctor Zoroaster, seu Altrotheates, doctrina verô nihil aliud fuisse videtur, quam… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 5ιώμαι — (AM ἰῶμαι, άομαι) γιατρεύω κάποιον, τόν θεραπεύω, τού αποκαθιστώ την υγεία, τόν κάνω καλά αρχ. 1. (κυρίως για γιατρούς) περιποιούμαι 2. αντιδρώ, εξουδετερώνω κάτι («ἄκρατος ἰᾱται τὸ κώνειον», Πλούτ.) 3. διορθώνω, επιδιορθώνω («ἰᾱσθαι τὸ βλαβέν»,… …

    Dictionary of Greek

  • 6πήρωση — η / πήρωσις, εως, ΝΜΑ [πηρώ] 1. βλάβη ή ατέλεια, αναπηρία, ανικανότητα ενός μέλους τού σώματος ή μιας αισθήσεως (α. «γῆρας ὁλόκληρός ἐστι πήρωσις», Δημόκρ. β. «πήρωσις ἀκοῆς», Πλούτ.) 2. (ειδ.) η τύφλωση («καὶ ὁ ἥλιος φανεὶς ἰᾱται τὴν πήρωσιν»,… …

    Dictionary of Greek

  • 7ραχίτιδα, ραχιτισμός — Διαταραχή της ανάπτυξης γενικά και του σκελετού ειδικότερα, που αφορά τη διεργασία της οστέωσης και τον μεταβολισμό των αλάτων, κατά τη διάρκεια της ταχείας αύξησης, που είναι χαρακτηριστική στα πρώτα χρόνια της ζωής. Οφείλεται σε ποικίλα… …

    Dictionary of Greek