ἴαμβος
1ἴαμβος — iambus masc nom sg …
2ίαμβος — Μέτρο της αρχαίας ελληνικής ποίησης. Ο ιαμβικός πους (ί.) αποτελείται από δύο συλλαβές, μία βραχεία και μία μακρά. Η ετυμολογία της λέξης είναι αμφίβολη· η λέξη ί., όπως και οι θρίαμβος, διθύραμβος, είναι μάλλον προελληνικές. Πιθανόν να είχαν… …
3ίαμβος — ο 1. αρχαίο μέτρο που αποτελείται από μια βραχύχρονη και μια μακρόχρονη συλλαβή. 2. στη νεοελληνική μετρική το μετρικό πόδι που αποτελείται από μια άτονη και μια τονισμένη συλλαβή. 3. ποίημα γραμμένο σε ιαμβικά μέτρα: Ο Αρχίλοχος έγραψε πολύ… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἰάμβοις — ἴαμβος iambus masc dat pl …
5ἰάμβου — ἴαμβος iambus masc gen sg …
6ἰάμβους — ἴαμβος iambus masc acc pl …
7ἰάμβων — ἴαμβος iambus masc gen pl …
8ἰάμβῳ — ἴαμβος iambus masc dat sg …
9ἴαμβοι — ἴαμβος iambus masc nom/voc pl …
10ἴαμβον — ἴαμβος iambus masc acc sg …