ἴαλλον

  • 1ἴαλλον — ἴ̱αλλον , ἰάλλω send forth imperf ind act 3rd pl ἴ̱αλλον , ἰάλλω send forth imperf ind act 1st sg ἰάλλω send forth imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἰάλλω send forth imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ιάλλω — ἰάλλω, αττ. τ. ἱάλλω (Α) 1. ρίχνω, εκτοξεύω, εκσφενδονίζω («ὀϊστὸν ἀπὸ νευρῆφιν ἴαλλεν», Ομ. Ιλ.) 2. στέλνω, εξαποστέλλω («κἀπὶ Δωδώνης... θεοπρόπους ἴαλλεν», Αισχύλ.) 3. βρίσκω 4. φεύγω, τρέχω ή πετώ 5. φρ. α) «περὶ χερσὶ δὲ δεσμόν ἴηλα» έβαλα… …

    Dictionary of Greek