ἱών

  • 81BOEDROMIA — nomen habent ἀπὸ τȏυ Βοηδρομεῖν, quod, testibus Hesychiô et Suidâ, est μετὰ ςπουδῆς παραγίνεςθαι, aut potius, sublatô clamore, ut in pugna fieri solet, succurrere. Festi causam Atheniensibus dedit Ion, qui illis auxilio venit, cum ab Eumolpo… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 82-σύνη — παραγωγική κατάλ. αφηρημένων ουσ. όλων τών περιόδων τής ελλην. γλώσσας. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα μιας ΙΕ ρίζας στην οποία ανάγονται επίσης τα: αρχ. ινδ. tvanam, αβεστ. θwanәm. Αρχικά, τα θηλ. ον. σε σύνη… …

    Dictionary of Greek

  • 83Μαιώτης — Μαιώτης, ιων. Μαιήτης, ὁ, θηλ. Μαιῶτις και ιων. τ. Μαιῆτις (Α) 1. στον πληθ. σκυθική φυλή που κατοικούσε στα βόρεια παράλια τού Εύξεινου Πόντου 2. (ως προσηγορικό) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χώρα τών Σκυθών, στα βόρεια παράλια τού Εύξεινου …

    Dictionary of Greek

  • 84Πατανίων — ὁ, Α όνομα ενός μαγείρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατάνη «είδος ρηχού πιάτου» + επίθημα ίων (πρβλ. Κρον ίων)] …

    Dictionary of Greek

  • 85Πιθοιγών — ῶνος, ὁ, Α ο μήνας κατά τον οποίο γιορτάζονταν τα Πιθοίγια. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < Πιθοίγια + επίθημα ιών (πρβλ. Σκορπ ιών)] …

    Dictionary of Greek

  • 86Πρίαπος — I Ελληνική θεότητα από τη Λάμψακο της Μικράς Ασίας. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Διονύσου και της Αφροδίτης, και γι’ αυτό του αποδίδουν διονυσιακούς και αφροδισιακούς χαρακτήρες, δηλαδή ερωτικόοργιαστικούς· κατά τον ίδιο τρόπο… …

    Dictionary of Greek

  • 87Πυθία — Ιέρεια του μαντείου του Απόλλωνα στους Δελφούς, η οποία έδινε τους χρησμούς. Αφού πλενόταν με το νερό της Κασταλίας και έπινε από το νερό της ίδιας πηγής ή της Κασσοτίδας και αφού μασούσε φύλλα δάφνης, χρησμοδοτούσε σε κατάσταση έκστασης,… …

    Dictionary of Greek

  • 88Σκιροφοριών — ῶνος, ὁ, Α ονομασία τού δωδέκατου μήνα τού αττικού μηνολογίου, που αντιστοιχεί στο χρονικό διάστημα από τα μέσα Ιουνίου έως τα μέσα Ιουλίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σκιροφόρια + κατάλ. ιών (πρβλ. Ἀνθεστηρ ιών)] …

    Dictionary of Greek

  • 89Σκορπιών — ῶνος, ὁ, Α ονομασία μήνα στην Αλεξάνδρεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπίος + επίθημα ιών (πρβλ. Γαμηλ ιών)] …

    Dictionary of Greek

  • 90Τελεσφορίων — ωνος, ὁ, Α ονομασία θεότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τελεσφόρος + επίθημα ίων (πρβλ. πορφυρ ίων] …

    Dictionary of Greek