ἱών
51εχθίων — ἐχθίων, ον (Α) εχθρικότερος, μισητότερος («καί τις γένοιτ ἄν τῆσδ ἔτ ἐχθίων τύχη;», Αισχύλ.). επίρρ... ἐχθιόνως (Α) εχθρικότερα («ἐχθιόνως ἔχουσιν ἤ πρὶν λαβεῑν», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμ. συγκριτ. τού επιθ. εχθρός με κατάλ. ιων (πρβλ. αισχ ίων <… …
52ηδίων — ἡδίων, ον (Α) συγκριτ. τού ηδύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδύς + κατάλ. συγκριτ. ίων (πρβλ. αισχ ίων, εχθ ίων)] …
53ηεροειδής — ἠεροειδής, ές (Α) (ιων. και επ. τ. τού αχρ. αεροειδής) 1. ομιχλώδης, νεφελώδης, σκοτεινός, με θολή όψη («ἠεροειδής νεφέλη», Ησίοδ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ ἠεροειδές θολά, όχι καθαρά, ασαφώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο , ιων. τ. τού αερο (< αήρ,… …
54ηερόεις — ἠερόεις, εσσα, εν (Α) (επικ. και ιων. τ. τού άχρ. ἀερόεις) 1. νεφελώδης, σκοτεινός, ζοφερός («ἠερόεις Τάρταρος», Ομ. Ιλ.) 2. (για ασθενή) ωχρός, πελιδνός («χροιήν ἠερόεσσαν», Νίκ.) 3. (επίθ. για τον όναγρο) ταχύς 4. φρ. «ἠερόεντα κέλευθα» η… …
55ηερόθεν — ἠερόθεν (Α) επίρρ. (ιων. και επικ. τ. τού ἀερόθεν) από τον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο , ιων. τ. τού αερο (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηερ ος) + κατάλ. θεν, δηλωτική τής προελεύσεως ή τής από τόπου κινήσεως (πρβλ. εκεί θεν, οίκο θεν)] …
56κακίων — κακίων, ον (Α) συγκριτ. τού κακός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακός + κατάλ. συγκριτ. ίων (πρβλ. αισχ ίων, ηδ ίων)] …
57κολλυρίων — κολλυρίων, ωνος, ὁ (Α) είδος πτηνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολλύρα + επίθημα ίων (πρβλ. καμιν ίων, κολοβ ίων)] …
58κορνοπίων — κορνοπίων, ωνος, ὁ (Α) (για τον Ηρακλή) αυτός που φυγαδεύει, που διώχνει τους κόρνοπας, τις ακρίδες («κορνοπίωνα τιμᾱσθαι παρ ἐκείνοις Ἡρακλέα ἀπαλλαγῆς ἀκρίδων χάριν», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρνοψ, οπ ος + κατάλ. ίων (πρβλ. κερκ ίων, μαχαιρ… …
59κόρος — (I) ο (ΑM κόρος) 1. πλησμονή, υπερπλήρωση («κόρον ἔχουσ ἐμῶν κακῶν», Ευρ.) 2. κορεσμός, χορτασμός («πάντων μὲν κόρος ἐστὶ καὶ ὕπνου καὶ φιλότητος», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. το αίσθημα που ακολουθεί την πλήρη ικανοποίηση τών ενστίκτων 2. φρ. «κατά… …
60μαλακίων — μαλακίων, ωνος, ὁ (Α) (ως έκφραση αγάπης) αγαπητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + κατάλ. ίων (πρβλ. αλγ ίων, κερδ ίων)] …