ἱών

  • 11Ίων o Χίος — (περ. 480 – 421 π.Χ.).Τραγικός ποιητής, ιστορικός και φιλόσοφος. Από το εκτεταμένο έργο του σώθηκαν μερικά μόνο αποσπάσματα. Οι Αλεξανδρινοί τον κατατάσσουν τέταρτο στον κανόνα μετά τους τρεις μεγάλους τραγικούς. Πολύ νέος εγκαταστάθηκε στην… …

    Dictionary of Greek

  • 12Νταϊφάς, Ίων — (Βόλος 1924 – 1994). Σκηνοθέτης και κριτικός του κινηματογράφου. Σπούδασε κινηματογράφο στο Παρίσι (IDHEC) και φιλολογία στη Σορβόνη. Εργάστηκε στο ραδιόφωνο, στο θέατρο και στην τηλεόραση, ως δημοσιογράφος και σκηνοθέτης. Ειδικότερα, στον… …

    Dictionary of Greek

  • 13Ион в мифологии — (΄Ίων) мифический родоначальник ионян. Более древнее предание (у Гесиода) признает И. сыном Ксуфа, одного из трех сыновей Эллина (см.). Изгнанный из Фессалии братьями, Ксуф, по позднейшей обработке того же предания, переселился в Аттику, где… …

    Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • 14Ион — мифический родоначальник ионян — (΄Ίων). Более древнее предание (у Гесиода) признает И. сыном Ксуфа, одного из трех сыновей Эллина (см.). Изгнанный из Фессалии братьями, Ксуф, по позднейшей обработке того же предания, переселился в Аттику, где женился на дочери Ерехфея и имел от …

    Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • 15αντικατίστημι — ιων. τ. (Α) βλ. αντικαθιστώ …

    Dictionary of Greek

  • 16απορέω — ιων. τ. βλ. αφορώ …

    Dictionary of Greek

  • 17πανδαισία — ιων. τ. πανδαισίη, ή, ΝΑ πλούσιο και μεγαλοπρεπές συμπόσιο, γεύμα όπου παρευρίσκονται όλοι και παρατίθεται κάθε είδος φαγητού, η ευωχία, το φαγοπότι νεοελλ. μτφ. πλούτος πνευματικών απολαύσεων ή αφθονία υλικών αγαθών (α. «μουσική πανδαισία β.… …

    Dictionary of Greek

  • 18παραλουργής — ιων. τ. παραλοργής, ές, και παραλουργός, όν, Α 1. (για ένδυμα) αυτός που έχει πορφυρή παρυφή 2. (για πρόσ.) (κατά τον Ησύχ.) αυτός που φορά ένδυμα με πορφυρή παρυφή και ο οποίος ήταν πιο επιφανής από εκείνον που φορούσε ολοπόρφυρο ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ …

    Dictionary of Greek

  • 19παραπλέω — ιων. τ. παραπλώω, ΝΑ 1. πλέω παραλλήλως προς κάτι και σε μικρή απόσταση από αυτό («παρέπλωε παρὰ τὰς πρῴρας τῶν νεῶν, ἐπειρωτῶν τε ἑκάστας», Ηρόδ.) 2. πλέω παρά την ακτή (α. «παραπλέουμε το Σούνιο» β. «παρέπλευσαν ἐς Σικυῶνα», Θουκ.) αρχ. μτφ.… …

    Dictionary of Greek

  • 20πασσαγία — ιων. τ. πανσαγίη, ἡ, Α βλ. πανσαγία …

    Dictionary of Greek