ἱστᾶσιν

  • 1ἱστᾶσιν — ἵστημι make to stand pres part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) ἵστημι make to stand pres ind act 3rd pl ἱστάω pres subj mp 2nd sg (epic ionic) ἱστάω pres part act masc/neut dat pl (doric ionic) ἱστάω pres subj act 3rd pl (doric ionic… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… …

    Dictionary of Greek