ἱστο-δόκη

  • 1κυμινοδόκη — κυμινοδόκη, ἡ (Α) κυμινοδόκον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + δόκη (< δέχομαι), πρβλ. ιστο δόκη, κυμο δόκη] …

    Dictionary of Greek