ἱστιάτωρ
1ιστιάτωρ — ἱστιάτωρ, ὁ (Α) ιων. τ. εστιάτορας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. παράλλ. τ. τού ἑστιάτωρ*. Για την ερμηνεία τού ἱ βλ. λ. εστία] …
2ἱστιάτωρ — ἱστιά̱τωρ , ἱστιάτωρ feast masc nom sg …
3ἱστιάτορας — ἱστιά̱τορας , ἱστιάτωρ feast masc acc pl …
4ἱστιάτορες — ἱστιά̱τορες , ἱστιάτωρ feast masc nom/voc pl …