1ἱστάνειν — ἱστάνω pres inf act (attic epic) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2ιστάνω — ἱστάνω (Α) ίστημι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το απρμφ. ἱστάναι τού ενεστ. ἵστημι δημιουργήθηκε παράλλ. τ. ἱστάνειν και εν συνεχεία υποχωρητικά θεματικός ενεστ. ἱστάνω] …
Dictionary of Greek