ἱρᾷ

  • 21ИРА —    • Ira,          Ίρά или Ει̃ρα, горная крепость в северном углу Мессении, на горе Керавсие, недалеко от реки Неды, прославленная 11 летнею защитой Аристомена во 2 ю Мессенскую войну. Кажется достаточно вероятным, что эта крепость и упоминаемый… …

    Реальный словарь классических древностей

  • 22Будины — Предположительная локализация племен у Геродота Будины (др. греч …

    Википедия

  • 23CALBIS — Cariae amnis. Pompon. l. 1. c. 16. Ubi libri veteres vocant Galbiam, non Calbin. Graecis est Κάλβις, et Κάλβιος, ac forsan etiam Καλβίας. Stephanus et Καλαινὸν fuisse dictum prodit. Κάλβιος, inquit, κρήνη Λυκίας, ἣν καὶ Καλαινὸν φασι. Nihil in… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 24Σταγιρίτης — και Σταγειρίτης, ὁ, ΝΑ [Στάγ(ε)ιρα] 1. αυτός που κατάγεται από τα Στάγιρα, την πόλη τής Χαλκιδικής 2. προσωνυμία τού Αριστοτέλους …

    Dictionary of Greek

  • 25αίρα — (I) η (Α αἶρα) (Ν και είρα, ήρα, αέρα, γαίρα) ζιζάνιο τών σιτηρών νεοελλ. ο καρπός τής αίρας, μεθυστικός και δηλητηριώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Η λ. συνδέεται πιθ. με το σανσκριτ. erakā, είδος χόρτου, οπότε και οι δύο λέξεις αποτελούν… …

    Dictionary of Greek

  • 26επικοσμώ — ἐπικοσμῶ, έω (Α) 1. διακοσμώ επί πλέον ή κατόπιν («τά τείχεά τε ἐπεκόσμησαν καὶ τὰ ἱρά», Ηρόδ.) 2. γεν. στολίζω, ευτρεπίζω, διακοσμώ 3. (με δοτ.) στολίζω με κάτι («[κέρκον] ἐπεκόσμηκεν ἡ φύσις θριξί», Αριστοτ.) 4. πανηγυρίζω, τιμώ («Δήμητραν θεὰν …

    Dictionary of Greek

  • 27θυοσκόος — θυοσκόος, ον (Α) 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ θυοσκόος α) ο ιερέας που τελεί τη θυσία, ο θύτης β) στον πληθ. οἱ θυοσκόοι οι ιεροσκόποι, οι θυοσκόποι 2. φρ. α) «Μαινάδες θυοσκόοι» οι θεόπνευστες Μαινάδες β) «θυοσκόα ἱρά» θυτικά εργαλεία, σκεύη θυσίας.… …

    Dictionary of Greek

  • 28μουζεβίρης — ο, θηλ. ισσα και ίρα, ουδ. ικο και ίρικο 1. στρεψόδικος 2. (κατ επέκτ.) συκοφάντης, απατεώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. muzewir] …

    Dictionary of Greek

  • 29σακχαρίνη — Οργανική ένωση που έχει τον τύπο C6H4COSO2NH· είναι το κυκλικό ιμμίδιο του ορθοσουλφοβενζοϊκού οξέος. Είναι ουσία λευκή κρυσταλλική, λίγο διαλυτή στο ψυχρό ύδωρ και γι’ αυτό χρησιμοποιείται υπό μορφή νατριούχου άλατος που είναι διαλυτό στο νερό.… …

    Dictionary of Greek

  • 30Αγίου Νικολάου, μονή — Ονομασία 24 μοναστηριών. 1. Γυναικείο ησυχαστήριο στους Αγίους Θεοδώρους. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Κορινθίας, Ζεμενού, Ταρσού και Πολυφέγγους. Ιδρύθηκε το 1969. 2. Ανδρικό μοναστήρι στην Αμαλιάδα. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Ηλείας. 3. Ανδρικό… …

    Dictionary of Greek