ἱππ-εύω

  • 1θακεύω — (Α) αποπατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ευφημισμός < θάκος + κατάλ. εύω (πρβλ. θαλαμ εύω, ιππ εύω)] …

    Dictionary of Greek

  • 2-της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για …

    Dictionary of Greek