1ιππιών — ἱππιών, ὁ (Α) [ίππιος] επιγρ. ονομασία ενός μήνα στην Ερέτρια …
Dictionary of Greek
2Ἱππίων — Ἵππιος masc gen pl …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
3ἱππίων — ἵππιος of a horse fem gen pl ἵππιος of a horse masc/neut gen pl …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)