ἱππάσιμος
1ἱππάσιμος — fit for horses masc nom sg …
2ιππάσιμος — η, ο (Α ἱππάσιμος, ασίμη, ον) [ιππάζομαι] (για τόπο) κατάλληλος για ιππασία («Αἴγυπτον τὸ πρὶν ἐοῡσαν ἱππασίμην καὶ ἁμαξευομένην», Ηρόδ.) αρχ. 1. μτφ. αυτός που υποκύπτει στη δύναμη ή στις διαθέσεις τών άλλων («τοῑς κόλαξιν ἑαυτὸν ἀνεικὼς… …
3ἱππασίμων — ἱππάσιμος fit for horses fem gen pl ἱππάσιμος fit for horses masc/neut gen pl …
4ἱππάσιμον — ἱππάσιμος fit for horses masc acc sg ἱππάσιμος fit for horses neut nom/voc/acc sg …
5ἱππασίμη — ἱππάσιμος fit for horses fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
6ἱππασίμην — ἱππάσιμος fit for horses fem acc sg (attic epic ionic) …
7ἱππασίμοις — ἱππάσιμος fit for horses masc/neut dat pl …
8ἱππασίμου — ἱππάσιμος fit for horses masc/neut gen sg …
9ἱππασίμους — ἱππάσιμος fit for horses masc acc pl …
10ἱππασίμῳ — ἱππάσιμος fit for horses masc/neut dat sg …
- 1
- 2