ἱππο-μανής

  • 11οικομανία — οἰκομανία, ἡ (Α) μανία για την οικοδόμηση σπιτιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + μανία (< μανής < μαίνομαι), πρβλ. ιππο μανία, λιθο μανία] …

    Dictionary of Greek

  • 12σαρκομανώ — έω, ΜΑ μαίνομαι από σαρκική επιθυμία ή διαπράττω σαρκική ακολασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + μανῶ (< μανής < μαίνομαι), πρβλ. ερωτο μανώ, ιππο μανώ] …

    Dictionary of Greek

  • 13χρηματομανία — ἡ, Μ μανιώδης αγάπη για τα χρήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρῆμα, χρήματος + μανία (< μανής < μαίνομαι), πρβλ. γυναικο μανία, ἱππο μανία] …

    Dictionary of Greek