ἱπποτρόφος
1ἱπποτρόφος — masc/fem nom sg …
2ἱππότροφος — horse feeding masc/fem nom sg …
3ιπποτρόφος — ο(ν) (ΑΜ ἱπποτρόφος, ον) (για πρόσ. ή χώρα) αυτός που τρέφει πολλούς ίππους νεοελλ. αυτός που συντηρεί ίππους και ασχολείται με την αναπαραγωγή τους αρχ. αυτός που διατηρεί ίππους για ιπποδρομικούς αγώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + τρόφος (<… …
4ιπποτρόφος — ο 1. αυτός που συντηρεί ίππους και καταγίνεται με την αναπαραγωγή τους. 2. (για τόπους) αυτός που έχει άφθονους ίππους, που καλλιεργεί την ιπποπαραγωγή: Η Θεσσαλία είναι ιπποτρόφος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ἱπποτρόφοις — ἱππότροφος horse feeding masc/fem/neut dat pl ἱπποτρόφος masc/fem/neut dat pl …
6ἱπποτρόφον — ἱπποτρόφος masc/fem acc sg ἱπποτρόφος neut nom/voc/acc sg …
7ἱπποτρόφου — ἱππότροφος horse feeding masc/fem/neut gen sg ἱπποτρόφος masc/fem/neut gen sg …
8ἱπποτρόφους — ἱππότροφος horse feeding masc/fem acc pl ἱπποτρόφος masc/fem acc pl …
9ἱπποτρόφων — ἱππότροφος horse feeding masc/fem/neut gen pl ἱπποτρόφος masc/fem/neut gen pl …
10ἱπποτρόφῳ — ἱππότροφος horse feeding masc/fem/neut dat sg ἱπποτρόφος masc/fem/neut dat sg …