ἱπποσύνη
1ἱπποσύνη — ἱππόσυνος fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἱπποσύνη the art of driving the war chariot fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2ἱπποσύνῃ — ἱππόσυνος fem dat sg (attic epic ionic) ἱπποσύνη the art of driving the war chariot fem dat sg (attic epic ionic) …
3ιπποσύνη — η βλ. ιππόσυνος …
4ιπποσύνη — η θεσμός των ιπποτών …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ιππόσυνος — ύνη, ο(ν) (Α ἱππόσυνος, ύνη, ον) [ίππος] νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η ιπποσύνη α) η μεσαιωνική περίοδος κατά την οποία οι πολεμιστές που κατάγονταν από ευγενείς είχαν κοινή αναγνώριση και φήμη β) η κοινωνική τάξη τών ιπποτών γ) η ιδιότητα τού ιππότη …
6ἱπποσύνα — ἱπποσύνᾱ , ἱππόσυνος fem nom/voc/acc dual ἱπποσύνᾱ , ἱππόσυνος fem nom/voc sg (doric aeolic) ἱπποσύνᾱ , ἱπποσύνη the art of driving the war chariot fem nom/voc/acc dual ἱπποσύνᾱ , ἱπποσύνη the art of driving the war chariot fem nom/voc sg… …
7ἱπποσύνας — ἱπποσύνᾱς , ἱππόσυνος fem acc pl ἱπποσύνᾱς , ἱππόσυνος fem gen sg (doric aeolic) ἱπποσύνᾱς , ἱπποσύνη the art of driving the war chariot fem acc pl ἱπποσύνᾱς , ἱπποσύνη the art of driving the war chariot fem gen sg (doric aeolic) …
8ἱπποσύνᾳ — ἱπποσύνᾱͅ , ἱππόσυνος fem dat sg (doric aeolic) ἱπποσύναι , ἱπποσύνη the art of driving the war chariot fem nom/voc pl ἱπποσύνᾱͅ , ἱπποσύνη the art of driving the war chariot fem dat sg (doric aeolic) …
9-σύνη — παραγωγική κατάλ. αφηρημένων ουσ. όλων τών περιόδων τής ελλην. γλώσσας. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα μιας ΙΕ ρίζας στην οποία ανάγονται επίσης τα: αρχ. ινδ. tvanam, αβεστ. θwanәm. Αρχικά, τα θηλ. ον. σε σύνη… …
10ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι …
- 1
- 2