ἱππονώμας
1ιππονώμας — ἱππονώμας, ὁ (Α) αυτός που οδηγεί ή συντηρεί ίππους («βοτῆρας ἱππονώμας», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + νώμας (< νωμῶ «κινώ, διευθετώ», μεταρρηματικό παρ. που εμφανίζει την εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα νωμ τού θ.νεμ τού ρ. νέμω), πρβλ. ευ… …
2Ἱππονώμας — Ἱππονώμᾱς , Ἱππονώμας guiding masc acc pl Ἱππονώμᾱς , Ἱππονώμας guiding masc nom sg (epic doric aeolic) …
3ἱππονώμας — ἱππονώμᾱς , ἱππονώμας guiding masc acc pl ἱππονώμᾱς , ἱππονώμας guiding masc nom sg (epic doric aeolic) …
4ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… …
5νωμώ — νωμῶ, άω (Α) 1. (σχετικά με τροφή και ποτό κατά τις εορτές) διανέμω, μοιράζω 2. (σχετικά με ποτό) γεμίζω με τη σειρά («ἀργυρέοισι δὲ νωμάτω φιάλαισι βιατὰν ἀμπέλου παῑδ », Πίνδ.) 3. κινώ και διευθύνω κάτι κατά βούληση (α. «ἀεὶ γὰρ πόδα νηὸς… …
6Ἱππονώμαν — Ἱππονώμᾱν , Ἱππονώμας guiding masc acc sg (epic doric aeolic) …
7ἱππονώμαν — ἱππονώμᾱν , ἱππονώμας guiding masc acc sg (epic doric aeolic) …