1Ἱπποβότωι — Ἱπποβότῳ , Ἱππόβοτος masc dat sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2ἱπποβότωι — ἱπποβότῳ , ἱππόβοτος grazed by horses masc/fem/neut dat sg …