ἱππεύειν
1ἱππεύειν — ἱππεύω to be a horseman pres inf act (attic epic) …
2PERSIA — quae Persis Ptol. Plin. l. 6. c. 25. et Melae, l. 1. c. 2. Farstan, et Farsistan incolis, teste Castaldô, Provincia Asiae notissima atque clarissima, inter Susianam ad occasum, et Carmaniam ad ortum; atque inter Parthiam ad Boream et sinum… …
3διαχειροτονώ — διαχειροτονῶ ( έω) (Α) 1. εκλέγω, αποφασίζω πλειονοψηφικά με ανύψωση τού χεριού 2. γεν. εκλέγω, αναθέτω με εκλογή 3. (για πρόσωπα) αποφαίνομαι («τὸν δὲ μὴ ἐξομνύμενον διαχειροτονοῡσιν oἱ βουλευταί, πότερον ἐπιτήδειος εἰς τὸ Ιππεύειν ἢ οὐ»,… …
4δοκιμάζω — και δικιμάζω (AM δοκιμάζω Μ και δικιμάζω) [δόκιμος] 1. υποβάλλω σε δοκιμή, εξετάζω την ποιότητα ή τη γνησιότητα («δοκιμάζει τα κρασιά», «τοὺς οἴνους δοκιμάζοντες») 2. υποβάλλω σε δοκιμασία για να ελέγξω την ύπαρξη κάποιας ιδιότητας («δοκιμάζει… …
5ιππεύω — (ΑΜ ἱππεύω) [ιππεύς] ανεβαίνω σε άλογο, είμαι έφιππος, καβαλικεύω νεοελλ. 1. κάνω ιππασία, πηγαίνω καβάλα 2. κάθομαι κάπου ιππαστί, καβαλικευτά αρχ. 1. είμαι ιππέας, έφιππος («ἱππεύειν καὶ τοξεύειν καὶ ἀληθίζεσθαι», Ηρόδ.) 2. (για λαούς) έχω τη… …