ἱππευτής
1ιππευτής — ἱππευτής, ὁ (Α) [ιππεύω] 1. αυτός που ιππεύει, ιππέας, έφιππος 2. ως επίθ. ιππικός, ικανός στην ίππευση και στην ιππομαχία (α. «ἱππευταὶ Τρῶες», Βακχ. β. «ἱππευτὴς στρατός», Ευρ.) …
2ἱππευταί — ἱππευτής rider masc nom/voc pl …
3ἱππευτᾶν — ἱππευτής rider masc gen pl (doric aeolic) …
4ἱππευτάν — ἱππευτά̱ν , ἱππευτής rider masc acc sg (epic doric aeolic) ἱππευτής rider masc acc sg …
5ιππαστήρ — ἱππαστήρ, ῆρος, ὁ (Α) [ιππάζομαι] 1. ιππευτής, ιππέας, έφιππος 2. αυτός με τον οποίο ιππεύεται και οδηγείται ο ίππος («ἱππαστὴρ κημός» το φίμωτρο με το οποίο ιππεύουν και οδηγούν τον ίππο, Ανθ. Παλ.) …
6ιππαστής — ἱππαστής, ὁ (Α) [ιππάζομαι] 1. (για ίππο) κατάλληλος για ιππασία, άλογο για ιππασία 2. (για πρόσ.) ιππευτής, ιππέας, έφιππος …
7ιππευτήρ — ἱππευτήρ, ῆρος, ὁ (Α) [ιππεύω] μτγν. και ποιητ. τ. αντί ιππευτής* …
8ιππευτικός — ή, ό [ιππευτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιππέα («ιππευτικοί αγώνες») 2. το θηλ. ως ουσ. η ιππευτική η τέχνη τής ιππασίας …
9ՁԻԱՎԱՐԺ — (ի, ից.) NBH 2 0156 Chronological Sequence: Unknown date, 10c, 12c, 14c ա. ἰππευτής equitandi peritus. Վառժ ʼի հեծանել ʼի ձի. կիրթ ʼի ձիավարել. ձիաւոր. ձիական զինաւոր, հեծեալ. *Ձիավարժից, եւ սոսկականաց: Ձիավարժից, եւ հետեւակաց. Նար. ՟Գ. եւ գնձ խչ …