ἱμεροθαλές
1ἱμεροθαλές — ἱμεροθᾱλές , ἱμεροθαλής sweetly blooming masc/fem voc sg (doric) ἱμεροθᾱλές , ἱμεροθαλής sweetly blooming neut nom/voc/acc sg (doric) …
2ιμεροθαλής — ἱμεροθαλής, ές (Α) αυτός που θάλλει γλυκά («ἱμεροθαλὲς ἔαρ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + θαλής (< θάλος, το), πρβλ. ετερο θαλής, πολυ θαλής] …