ἱμαντώδης
1ἱμαντώδης — fibrous masc/fem acc pl (attic epic doric) ἱμαντώδης fibrous masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ἱμαντώδης fibrous masc/fem nom sg …
2ιμαντώδης — ἱμαντώδης, ες (Α) 1. α) αυτός που μοιάζει με ιμάντα, με λουρί, ο στερεός και ευλύγιστος β) αυτός που μοιάζει με σχοινί 2. (για αθλητές) νευρώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, άντος + ώδης (πρβλ. θυελλ ώδης, ογκ ώδης)] …
3ἱμαντώδει — ἱμαντώδης fibrous masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἱμαντώδης fibrous masc/fem/neut dat sg ἱμαντώδεϊ , ἱμαντώδης fibrous dat sg (epic) …
4ἱμαντώδη — ἱμαντώδης fibrous neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἱμαντώδης fibrous masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἱμαντώδης fibrous masc/fem acc sg (attic epic doric) …
5ἱμαντῶδες — ἱμαντώδης fibrous masc/fem voc sg ἱμαντώδης fibrous neut nom/voc/acc sg …
6ἱμαντώδεις — ἱμαντώδης fibrous masc/fem acc pl ἱμαντώδης fibrous masc/fem nom/voc pl (attic epic) …
7ἱμαντωδέστερα — ἱμαντώδης fibrous neut nom/voc/acc comp pl …
8ἱμαντώδεσιν — ἱμαντώδης fibrous masc/fem/neut dat pl …
9ἱμαντώδους — ἱμαντώδης fibrous masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …
10ιμάντας — Όργανο σε σχήμα ατέρμονης ταινίας, το οποίο χρησιμοποιείται για να μεταδίδει την περιστροφική κίνηση από έναν άξονα σε έναν άλλο. Για τον σκοπό αυτό, o ι. αναπτύσσει τριβή πάνω σε τροχαλίες που συνδέονται σταθερά με τους άξονες. Η κινητήρια… …
- 1
- 2