ἱκτέρ

  • 1ηπατίτιδα — Φλεγμονή του ήπατος. Μπορεί να οφείλεται σε ιούς, σε φάρμακα (συμπεριλαμβανομένου και του αλκοόλ) και σε δηλητήρια. Διακρίνονται διάφοροι τύποι η. ανάλογα με τον αιτιολογικό παράγοντα: η.Α (παλαιότερα γνωστή ως λοιμώδης). Προκαλείται από τον ιό… …

    Dictionary of Greek

  • 2ολεθριώ — ὀλεθριῶ, άω (Α) κοντεύω να πεθάνω, είμαι ετοιμοθάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλεθρος + κατάλ. ιῶ / ιάω, δηλωτική ασθένειας (πρβλ. ικτερ ιώ)] …

    Dictionary of Greek

  • 3ολεθριώδης — ὀλεθριώδης, ῶδες (Α) (γλώσσ. τού Ησύχ. στη λ. λευγαλέν) ολέθριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλεθρος, υπό την επίδραση τού ὀλεθριῶ (πρβλ. ικτερ ιώδης, κοπιώδης)] …

    Dictionary of Greek