ἱκετᾱ-δόκος

  • 1ιοδόκος — (I) ἰοδόκος, ον (Α) αυτός που περιέχει βέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (ΙI) + δόκος (< δέχομαι), πρβλ. δωρο δόκος, θυο δόκος]. (II) ἰοδόκος, ον (Α) αυτός που περιέχει δηλητήριο, ο δηλητηριώδης («ἰοδόκοι ὀδόντες», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (III) + δόκος …

    Dictionary of Greek

  • 2θεηδόκος — θεηδόκος, ή (Α) (για τη Μαρία από τη Βηθανία, αδελφή τής Μάρθας και τού Λαζάρου) η οικοδέσποινα που φιλοξένησε, που δέχθηκε τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεη (βλ. θεο ) + δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ικετα δόκος, παν δόκος] …

    Dictionary of Greek