ἱερο-κῆρυξ

  • 1μεγακήρυξ — μεγακήρυξ, υκος, ὁ (Μ) (για τον Χριστό) ο μεγάλος κήρυκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + κήρυξ (πρβλ. ιερο κήρυξ)] …

    Dictionary of Greek

  • 2Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας, Ιερά Αρχιεπισκοπή — Ιδρύθηκε ως μητρόπολη το 1922. Έγινε αρχιεπισκοπή αρχικά το 1954· το 1962 διαιρέθηκε σε τέσσερις μητροπόλεις και το 1968 έγινε πάλι αρχιεπισκοπή. Υπάγεται στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Ο αρχιεπίσκοπος Θυατείρων …

    Dictionary of Greek