ἱεροσυλίας

  • 1ἱεροσυλίας — ἱεροσῡλίᾱς , ἱεροσυλία fem acc pl ἱεροσῡλίᾱς , ἱεροσυλία fem gen sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ιεροσυλία — Η ανόσια διαρπαγή, η κλοπή αντικειμένων από κάποιο ιερό οικοδόμημα (ναό, τάφο κλπ.), κατά τρόπο ώστε το τελευταίο να υφίσταται διάρρηξη και βεβήλωση. Η λέξη ανάγεται χρονικά στην αρχαιότητα. Με επέκταση της σημασίας της, ο όρος κατέληξε… …

    Dictionary of Greek

  • 3προσωθώ — προσωθῶ, έω, ΝΜΑ·1. σπρώχνω προς κάτι ή προς τα εμπρός («τὸν ἱεροσυλίας ἔνοχον... ἅπαντες προσωθοῡσιν εἰς τὸν ὄλεθρον», ΠΔ) 2. (κατά τον Ησύχ.) «προσωθεῑται προστρίβεται». [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὠθῶ «σπρώχνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 4Ενάρεες ή Ενάριες — Σκυθικός πολεμικός λαός. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, στους Ε. αποδίδεται η κατηγορία της ιεροσυλίας του ναού της Αφροδίτης Ουρανίας. Η πράξη αυτή προκάλεσε την οργή της θεάς, η οποία τους τιμώρησε με τη λεγόμενη θήλειαν νόσον, ενώ… …

    Dictionary of Greek

  • 5ιεροσυλία — η 1. κλοπή αντικειμένων από το ναό: Για το αδίκημα της ιεροσυλίας ο νόμος προβλέπει βαριές ποινές. 2. ασεβής πράξη, ανοσιούργημα, βεβήλωση: Διέπραξε ιεροσυλία. – Αυτό που πας να κάνεις είναι ιεροσυλία …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)